δειπνεῖ

δειπνεῖ
δειπνέω
make a meal
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
δειπνέω
make a meal
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
δειπνεύς
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δείπνει — δειπνέω make a meal pres imperat act 2nd sg (attic epic) δειπνέω make a meal imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АСИМБОЛ —    • Asymbŏlus,          ασύμβολος, называлось лицо, не вносившее своей доли (συμβολή) для устраиваемого на общий счет пикника (см. Έρανοι, Эраны) и участвовавшее в нем даром. Ter. Phorm. 2, 2, 25. Лицо это называлось также immunis, Horat. Od. 4 …   Реальный словарь классических древностей

  • αριστητήριον — ἀριστητήριον, το (AM) μέρος όπου γευματίζει ή δειπνεί κάποιος, η τραπεζαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αριστώ («προγευματίζω ή γευματίζω») < άριστον «το πρόγευμα ή το γεύμα»] …   Dictionary of Greek

  • ομόδειπνος — η, ο (ΑΜ ὁμόδειπνος, ον) αυτός που δειπνεί μαζί με άλλους, ομοτράπεζος, συνδαιτυμόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + δεῖπνον (πρβλ. ηδύ δειπνος)] …   Dictionary of Greek

  • παρακλίντωρ — ορος, ὁ, Α αυτός που δειπνεί ξαπλωμένος κοντά σε κάποιον άλλο, δηλ. ο συμποσιαζόμενος, ο φιλοξενούμενος («παρακλίντορας ἔκτανεν ἄνδρας», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρακλίνω + επίθημα τωρ (πρβλ. σημάν τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • παρακλίτης — ὁ, Α [παρακλίνω] αυτός που δειπνεί ξαπλωμένος κοντά σε κάποιον, σύνδειπνος, παρακαθήμενος, παρακλίντωρ* («σύνδειπνον καὶ παρακλίτην πεποιημένον ἄνδρα ὑπέρδασύν τε καὶ ὑπέραισχον», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • Κρέσπι, Ντανιέλε — (Daniele Crespi, Μπούστο Αρσίτσιο, περ. 1595 – Μιλάνο 1630). Ιταλός ζωγράφος. Διαμόρφωσε την αντίληψή του για τη ζωγραφική υπό την επίδραση του πατέρα του, Τζοβάνι Μπατίστα Κρέσπι, μολονότι δάσκαλός του υπήρξε ο Τζούλιο Προκατσίνι. Θεωρείται ένας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”